έλλειμμα μάζας

έλλειμμα μάζας
Όρος που στη φυσική υποδηλώνει τη διαφορά ανάμεσα στη μάζα του πυρήνα και στη συνολική μάζα των πρωτονίων και των νετρονίων από τα οποία αυτός αποτελείται. Επειδή η μάζα του πυρήνα είναι μικρότερη από την ολική μάζα των πρωτονίων και των νετρονίων του, αν θέλουμε να πάρουμε σε ελεύθερη κατάσταση τα σωμάτια αυτά, πρέπει να προσφέρουμε στον πυρήνα ενέργεια ίση με την ενέργεια σύνδεσης. To φαινόμενο αυτό εξηγείται σύμφωνα με την αρχή ισοδυναμίας μάζας-ενέργειας, που προβλέπει ότι η ολική μάζα του πυρήνα και η μάζα που ισοδυναμεί στην ενέργεια σύνδεσης ισούται με τη μάζα των ελεύθερων πρωτονίων και νετρονίων. Το έ.μ., επομένως, είναι ίσο με την ενέργεια σύνδεσης όλων των πρωτονίων και των νετρονίων του πυρήνα. Η ποσότητα αυτή είναι μεγαλύτερη όσο πιο σταθερός είναι ο πυρήνας (μεγαλύτερη ενέργεια σύνδεσης). Συνεπώς, το έ.μ. δείχνει τη σταθερότητα των πυρήνων και τη δυνατότητα των ραδιενεργών μετατροπών τους. Το έ.μ. Δm ενός πυρήνα που έχει μάζα Μ και διαθέτει Ζ πρωτόνια και Ν νετρόνια παριστάνεται με την ποσότητα Δm = Zmp + Nmn – M (όπου mp, mn οι μάζες πρωτονίου και νετρονίου αντίστοιχα). Το έ.μ., αν διαιρεθεί με τον αριθμό Α (αριθμός νουκλεονίων), δίνει την ενέργεια σύνδεσης ανά νουκλεόνιο. Για παράδειγμα, το έ.μ. στον πυρήνα του ηλίου είναι 28 εκατ. ηλεκτρονιοβόλτ, δηλαδή η μάζα του πυρήνα του ηλίου είναι μικρότερη κατά 28 MeV από την ολική μάζα των δύο πρωτονίων και των δύο νετρονίων που τον αποτελούν. Η ενέργεια σύνδεσης ανά νουκλεόνιο είναι σε αυτή την περίπτωση 28/4 = 7MeV, ενώ στο υδρογόνο που έχει μόνο ένα πρωτόνιο η ενέργεια σύνδεσης είναι 0.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πυρήνας — Δομικό συστατικό, που σε κάθε κύτταρο, ζωικό ή φυτικό, διαδραματίζει βασικό ρόλο στη σύνθεση των ειδικών πρωτεϊνών και στις διεργασίες αναπαραγωγής. Συνήθως πρόκειται για ένα σφαιρικό στοιχείο που, οροθετούμενο από μια δική του μεμβράνη,… …   Dictionary of Greek

  • ενέργεια σύνδεσης — Η ενέργεια που εκλύεται όταν πρωτόνια, νετρόνια και ηλεκτρόνια ενώνονται για να σχηματίσουν ένα άτομο. Το ίδιο ποσό ενέργειας απαιτείται για τη διάσπαση ενός πυρήνα στα συστατικά του, ενέργεια που είναι ισοδύναμη με το έλλειμμα μάζας του πυρήνα.… …   Dictionary of Greek

  • Άστον, Φράνσις Γουίλιαμ — (Francis William Aston, Μπέρμιγχαμ 1877 – Κέιμπριτζ 1945). Άγγλος φυσικός και χημικός. Σπούδασε στο Μπέρμιγχαμ και στο Κέιμπριτζ, όπου έγινε καθηγητής της φυσικής το 1920. Βοηθός του Τζόζεφ Τζον Τόμσον στο εργαστήριο Κάβεντις, συνεργάστηκε με τον …   Dictionary of Greek

  • δευτερόνιο — Ο πυρήνας του δευτερίου, σταθερού ισοτόπου του υδρογόνου. Αποτελείται από ένα πρωτόνιο και ένα ουδετερόνιο (νετρόνιο) και είναι το απλούστερο φυσικό σύμπλεγμα νουκλεονίων (τα συμπλέγματα διπρωτόνιο και δινετρόνιο δεν υπάρχουν σταθερά στη φύση,… …   Dictionary of Greek

  • πυρηνική σύντηξη — Αντίδραση στην οποία πυρήνες που διαθέτουν υψηλότατη ενέργεια συγκρούονται μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να ανακαταταγούν τα αντίστοιχα νουκλεόνιά τους (πρωτόνια και νετρόνια), σχηματίζοντας δύο ή περισσότερα προϊόντα αντίδρασης, και να… …   Dictionary of Greek

  • κλάσμα — Σχέση μεγεθών ή τμήμα μιας μονάδας που έχει διαιρεθεί σε ίσα μέρη. Παριστάνεται με τη γενική μορφή όπου α και β (όροι του κ.) είναι φυσικοί αριθμοί. Για παράδειγμα, , , (γνήσια κ.), , (καταχρηστικά κ.). Ο β (παρονομαστής),που μπορεί να είναι… …   Dictionary of Greek

  • ευστάθεια του πυρήνα — Κατάσταση του ατομικού πυρήνα που εξαρτάται από το έλλειμμα μάζας και εκφράζεται με τον λόγο μεταξύ του αριθμού των νετρονίων και του αριθμού των πρωτονίων που υπάρχουν σε αυτόν. Σε ένα διάγραμμα των πυρήνων όπου ο αριθμός των πρωτονίων Ζ (ή… …   Dictionary of Greek

  • μάζα — I (Κοινων.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ανθρώπινη ομάδα που καθορίζεται με ποικίλους τρόπους και η οποία, κατά κάποιον τρόπο, διαμορφώνει τη συνείδηση και τη συμπεριφορά των ατόμων που την αποτελούν. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα σε… …   Dictionary of Greek

  • ραδιενέργεια — Ιδιότητα ορισμένων στοιχείων να αποσυνθέτουν αυτόματα (φυσική ρ.) ή τεχνητά (τεχνητή ρ.) τους ατομικούς πυρήνες, με εκπομπή σωματιδιακών ακτινοβολιών (α και β) και ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (γ). Οι πρώτες μελέτες επί της φυσικής ρ. ανάγονται …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”